στοχάς

στοχάς
-άδος, ἡ, Α
1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών
2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στολ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοχάς — an erection of stone or wood for fixing net poles fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”