- στοχάς
- -άδος, ἡ, Α1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στολ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.